- ἑκατόντορος
- ἑκατόντοροςhundredoaredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκατόντορος — ἑκατόντορος, ον αυτός που έχει εκατό κουπιά («ἑκατόντορος ναῡς») … Dictionary of Greek